πολυωνύμων

πολυωνύμων
πολυώνυμος
Mém. Miss. Arch. Perse
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δακτύλιος — Το δακτυλίδι (βλ. λ.)· οτιδήποτε έχει το σχήμα δακτυλιδιού. Υπό μία πιο μεταφορική σημασία, δ. ονομάζεται και μία περιμετρική ζώνη, όπως για παράδειγμα ο αποκαλούμενος δ. της Αθήνας, δηλαδή η ζώνη επιτρεπόμενης κυκλοφορίας των οχημάτων στο κέντρο …   Dictionary of Greek

  • мъногоименитыи — (11) пр. Имеющий много названий, имен; распространенный: наречени быша марки˫ане. ˫ако ѿ марки˫ана трапезьника. бывъша въ лѣта иѹстини˫ана. и ѹстина новааго. подвизааше же сѧ написаниѥмь на мъногоименитѹю сию ересѹ. (πολυωνύμου) КЕ XII, 2856;… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • συντελεστής — Στη φυσική είναι μια σταθερά πολλαπλασιαστική, που εμφανίζεται γενικά στους νόμους οι οποίοι εκφράζουν την εξάρτηση ενός φυσικού μεγέθους από άλλα φυσικά μεγέθη. Στην πραγματικότητα, και ακριβέστερα, οι σ. μπορούν να θεωρηθούν σταθεροί εντός… …   Dictionary of Greek

  • ταυτότητα — Στη φιλοσοφία, όρος που χρησιμοποιήθηκε πολύ, για τον χαρακτηρισμό μιας από τις θεμελιώδεις αρχές της λογικής· της αρχής της ταυτότητας. Η αρχή αυτή, με την απλή διατύπωση που της έδωσε ο Αριστοτέλης, αντιτιθέμενος κυρίως στη φιλοσοφία του… …   Dictionary of Greek

  • απαλείφουσα — Δύο εξισώσεις, π.χ. οι α1x + β1= 0, α2x + β2 = 0, δεν έχουν πάντοτε κάποια κοινή ρίζα. Οι προηγούμενες εξισώσεις έχουν κάποια κοινή ρίζα, εάν (και μόνο εάν) ισχύει: α1β2 – α2β1 = 0. Η παράσταση α1β2 – α2β1 ονομάζεται η α. των προηγούμενων δύο… …   Dictionary of Greek

  • Κεράρ, Ζοζέφ-Μαρί — (Joseph Marie Quérard, Ρεν 1797 – Παρίσι 1865). Γάλλος βιβλιογράφος. Ασχολήθηκε με τη βιβλιογραφική έρευνα της γαλλικής λογοτεχνίας. Το κυριότερο έργο του είναι η Φιλολογική Γαλλία (1827), το οποίο αποτελείται από δέκα τόμους και περιλαμβάνει… …   Dictionary of Greek

  • Λαγκέρ, Εντμόν-Νικολά — (Edmond Nicola Laguerre, 1834 – 1886). Γάλλος μαθηματικός. Δίδαξε στην πολυτεχνική σχολή, ενώ το 1884 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Επιστημών. Οι βασικές εργασίες που εκπόνησε αφορούν τη μεταφορά από την προβολική γεωμετρία στη μετρική γεωμετρία,… …   Dictionary of Greek

  • Στίλτζες, Τόμας — (Stieltjes). Ολλανδός μαθηματικός (1856 – 1894). Σπούδασε στην πολυτεχνική σχολή του Ντελφτ. Αρχικά εργάστηκε στο αστεροσκοπείο του Λέιντεν και από το 1886 ήταν καθηγητής και διευθυντής έδρας στο πανεπιστήμιο της Τουλούζης. Οι σπουδαιότερες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”